προτακτικός

προτακτικός
-ή, -ό / προτακτικός, -ή, -όν, ΝΑ [προτάσσω]
1. προτασσόμενος, προτιθέμενος (α. «προτακτική συλλαβή» β. «προτακτικός σύνδεσμος» γ. «προτακτικό φωνήεν» — το πρώτο από τα δύο φωνήεντα, από τα οποία αποτελούνται οι δίφθογγοι σε αντιδιαστολή προς το δεύτερο, που λέγεται υποτακτικό)
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προτακτικά
γραμμ. τα γλωσσικά στοιχεία, φωνήεντα ή ονόματα, που τίθενται μπροστά από ορισμένες λέξεις χωρίς να επηρεάζουν την κλίση ή να μεταβάλλουν τη σημασία τους
2. φρ. α) «προτακτικά φωνήεντα»
γραμμ. τα φωνήεντα που αναπτύσσονται στην αρχή μιας λέξης χωρίς να αλλάζουν το νόημά της, όπως λ, χ. βδέλλα αβδέλλα, σκιά - ήσκιος
β) «προτακτικά ονόματα» — ορισμένοι συγκεκομμένοι τύποι ή τύποι τής αιτιατικής τών κοινών ουσιαστικών και επιθέτων που τίθενται άκλιτα πριν από κύρια ή κοινά ονόματα, όπως λ.χ. αϊ - Γιώργης, μαστρο- Γιάννης, μπαρμπα-Πέτρος.
επίρρ...
προτακτικῶς Α
κατά τρόπο προτακτικό, κατά πρόταξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προτακτικός — προτακτικός, ή, ό και προταχτικός, ή, ό 1. αυτός που μπαίνει, τοποθετείται μπροστά. 2. στη γραμμ., προτακτικά φωνήεντα, τα πρώτα φωνήεντα των διφθόγγων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προτακτικός — used as prefix masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτακτικά — προτακτικός used as prefix neut nom/voc/acc pl προτακτικά̱ , προτακτικός used as prefix fem nom/voc/acc dual προτακτικά̱ , προτακτικός used as prefix fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτακτικῶν — προτακτικός used as prefix fem gen pl προτακτικός used as prefix masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτακτικόν — προτακτικός used as prefix masc acc sg προτακτικός used as prefix neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτακτικαί — προτακτικός used as prefix fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτακτικοῖς — προτακτικός used as prefix masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτακτικοί — προτακτικός used as prefix masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτακτικοῦ — προτακτικός used as prefix masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτακτικῇ — προτακτικός used as prefix fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”